- δεικηλικτας
- δεικηλίκτας-α ὅ дор. мимический актер, мим
(οὕτω Λακεδαιμόνιοι τοὺς μίμους καλοῦσι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὕτω Λακεδαιμόνιοι τοὺς μίμους καλοῦσι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δεικηλίκτας — δεικηλίκτας, ο (δωρ. τ.) (Α) [δείκηλον] 1. αυτός που παριστάνει κάτι 2. κωμικός ηθοποιός … Dictionary of Greek
δεικηλίκτας — δεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτης masc acc pl δεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)